- περισπασμός
- ο1. απασχόληση από εργασία.2. αμηχανία, στενοχώρια, δυσκολία: Οι περισπασμοί είναι πολλοί στη ζωή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
περισπασμός — wheeling round masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισπασμός — ο, ΝΑ [περισπώ] 1. απασχόληση, απομάκρυνση από την κύρια εργασία, απόσπαση τής προσοχής σε αντικείμενο διαφορετικό από το κυρίως ενδιαφέρον έργο 2. συνεκδ. μέριμνα, φροντίδα, έγνοια, σκοτούρα, στενοχώρια τού βίου («οικογενειακοί περισπασμοί») αρχ … Dictionary of Greek
περισπασμοῖς — περισπασμός wheeling round masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισπασμοί — περισπασμός wheeling round masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισπασμοῦ — περισπασμός wheeling round masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισπασμούς — περισπασμός wheeling round masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισπασμῶν — περισπασμός wheeling round masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισπασμῷ — περισπασμός wheeling round masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισπασμόν — περισπασμός wheeling round masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίσπασις — ἡ, ΜΑ [περισπώ] 1. περισπασμός, απασχόληση με άλλο αντικείμενο από εκείνο που κυρίως ενδιαφέρει, η διάσπαση τής προσοχής 2. ο τόνος περισπωμένη, ο τονισμός συλλαβής με περισπωμένη … Dictionary of Greek